Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής ο Βασίλης Τσιτσάνης έζησε στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά έπαιζε μουσική σε διάφορα μαγαζιά της πόλης. Για να καταφέρει να επιβιώσει, άνοιξε ένα ουζερί με τον κουνιάδο του στην οδό στην οδό Παύλου Μελά, το οποίο ονόμασε "Ουζερί Τσιτσάνης". Το μενού ήταν λιτό εξαιτίας της κατοχής καθώς το μαγαζί σερβίριζε μόνο τυρί και ψητή σαρδέλα. Οι πελάτες του Τσιτσάνη ήταν κυρίως λαϊκός κόσμος και πατριώτες αντιστασιακοί, αλλά το επισκέπτονταν μαυραγορίτες και δοσίλογοι. Ανάμεσά στους πελάτες και ο Ν. Μουσχουντής, αστυνομικός διευθυντής της Θεσσαλονίκης, που διαδραμάτισε ύποπτο ρόλο στην υπόθεση Πολκ. Ήταν κουμπάρος του Τσιτσάνη, λάτρης του ρεμπέτικου και συλλέκτης των περισσότερων τραγουδιών που είχαν γραμμοφωνηθεί ως τότε. Μέσα στο Ουζερί, ακούστηκαν για πρώτη φορά ορισμένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του Τσιτσάνη. «Τότε έβγαλα τον καλύτερο μουσικό του κόσμου», έλεγε αργότερα. Η κατοχή, οι δυσκολίες των ανθρώπων, ο τρόμος που σκορπούσαν οι ναζί και ο διωγμός των Ελλήνων Εβραϊκής καταγωγής που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης. Εκεί γράφτηκαν τραγούδια όπως το «Μπαχτσέ Τσιφλίκι», το «Βάρκα Γιαλό», το «Λιτανεία του Μάγκα» και άλλα. Όσοι είχαν την τύχη να τον ακούσουν στη Θεσσαλονίκη, μετέφεραν τους στίχους και τη μουσική του σε πολλές περιοχές της χώρας. Τα τραγούδια που συνέθεσε ο Τσιτσάνης ηχογραφήθηκαν μετά το τέλος του πολέμου. Δείτε το σχετικό βίντεο της Μηχανής του Χρόνου για την ιστορία του «Ουζερί Τσιτσάνης. Μιλούν οι: Γιώργος Σκαμπαρδώνης - συγγραφέας του βιβλίου «Ουζερί Τσιτσάνης», Σώτος Αλεξίου – συγγραφέας του βιβλίου «Ο ξακουστός Τσιτσάνης» και ο δημοσιογράφος Γιώργος Λιάνης.
Ещё видео!