"Μεγάλωσα με τον Μπαλαριστό που επαιζε ο θείος μου ο Αποστόλης. Περίεργο δοξαρι. Ο πατέρας μου έλεγε ότι κανείς δεν το έπιανε το δοξάρι του Μπολού στον Μπαλαριστό".
Η πατινιώτικη μουσική, σωματοποιημένη πια στον Μπουρνή, δίνει μιλιά στις μνήμες του και το αντίστροφο. Η συγκεκριμένη ηχογράφηση είναι απόσπασμα από καταγραφή που έγινε στο σπίτι του από τον συμπατριώτη του δημοσιογράφο και ερευνητή Αριστείδη Μιαούλη. Στο λαούτο συνοδεύει ο Γιάννης Σεβαστόπουλος.
___________________
«Η ΖΩΗ ΜΟΥ, ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟ»
Ο Λευτέρης Μπουρνής γεννήθηκε στη Χώρα Πάτμου το 1959. Γιος του λαουτιέρη Δημήτρη Μπουρνή, ανιψιός του σπουδαίου ντόπιου βιολιτζή Αποστόλη Μπουρνή ή «Μπολού» και με την παραδοσιακή μουσική αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς του, από πολύ νωρίς συνειδητοποιεί ότι γεννήθηκε για το δοξάρι. Τα πρώτα του «πατήματα» τα μαθαίνει δίπλα στον πατέρα του, που, όπως πολλοί οργανοπαίχτες και εκείνης της εποχής, παίζουν «λίγο απ’ όλα». Ο έρωτάς του για το βιολί θα τον οδηγήσει στην απόφαση –κόντρα στη «σίγουρη» ζωή που τον προόριζαν- να αφήσει το νησί σε ηλικία είκοσι περίπου ετών για την πρωτεύουσα, μια απόφαση που ο ίδιος ονομάζει και επαναστατική αλλά και μονόδρομο, προκειμένου να καταδυθεί στη μουσική.
Νησιώτης στη μεγαλούπολη, αρχές της δεκαετίας του ’80, και η επόμενη μέρα τον βρίσκει στον Πειραιά, τόπο κατοίκησης πατριωτών, αλλά και της λαϊκής μουσικής. Μουσικά καφενεία, πρόσωπα-σύμβολα, ο Δομένικος ο Βαμβακάρης, ο Γενίτσαρης, ένας κόσμος που του αποκαλύπτεται και τον πείθει αμετάκλητα πως αυτή η κουλτούρα «του κουμπώνει». Η αίσθηση του ξένου, η αγωνία της επιβίωσης, ο έντονος συναισθηματισμός του, αλλά και ο Έρωτας που ιεροποιείται από νωρίς στην κοσμοθεωρία του, όλα, αρχίζουν και ποτίζουν ήδη το παίξιμό του. Αλλά, πρώτα, πρέπει να μάθει ό,τι χρειάζεται για να παίζει στα μαγαζιά.
Παίρνει μαθήματα από τον σπουδαίο Αραπάκη, διδάσκεται και από τους Μωραϊτη και Βαρτάνη. Μετακομίζει στα Εξάρχεια, πιάνει φιλίες με εμβληματικές φιγούρες της περιοχής, που σμιλεύουν την «Αλήθεια του», την πηγή του παιξίματος του, όπως συνεχώς λέει. Ο Άσιμος, ο πολυτιμότερος φίλος του, τον σημαδεύει και τον οδηγεί ως σήμερα. Ο Μανώλης ο Πάππος, αποτελεί σταθμό στη ζωή του για τη στάση ζωής και το μουσικό του μονοπάτι. Ο Σιδηρόπουλος, ο Κοροβέσης, μουσικοί, εικαστικοί καλλιτέχνες, ο πολιτισμός της Πλατείας, η επανάσταση, η φαντασία και το θάρρος περνούσαν όλα στο βιολί: ό,τι τον κινούσε, από τον ήχο του κύματος μέχρι την κραυγή αδικίας των «από κάτω», θα είχε μια θέση στο εξής στο ιδιωματικό ηχόχρωμά του. Στη ρεμπετοσύνη του. Εργάζεται στα μεγάλα λαϊκά κέντρα των Εξαρχείων, και όχι μόνο, την εποχή της ακμής τους, γίνεται γνωστός εκτός δισκογραφίας, όπως πολλοί ομότεχνοι και σύγχρονοί του δεξιοτέχνες, γιατί η ιστορία γραφότανε τότε και στα μαγαζιά. Διαμορφώνεται σε κάτι πρωτοποριακό και αυθεντικό: ένα ρεμπέτικο βιολί.
Ещё видео!