Γεννημένος τὸ 1889 στὸ ἱερὸ νησὶ τῆς Πάτμου, ἀνατράφηκε, ὑπὸ τῶν ἀειμνήστων καὶ θεοσεβῶν γονέων του, ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Συντόνισε τὴν παιδικὴ του καρδιὰ μὲ τὰ ἠδύλαλα σήμαντρα καὶ τὶς μεγαλοπρεπεῖς καμπάνες τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Θεολόγου.
Τὸ Μάρτιο τοῦ 1906 εἰσέρχεται, ὡς δόκιμος, στὸ Μεγάλο Μοναστήρι καὶ στὶς 27 Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀμφιλόχιος. Ἡ φιλοκαλία, τὰ ἀσκητικὰ κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου ἦταν τὸ ἐντρύφημὰ του.
Ἐλάχιστο ἦταν τὸ φαγητὸ του, συνεχεῖς οἱ μετάνοιες, μιὰ σανίδα τὸ κρεβάτι του, πρῶτος στὴν ἀκολουθία, ὄρθιος στὸ στασίδι του, ὑπάκουος στούς γεροντάδες, εὐγενής στούς τρόπους, σεμνός στό ἦθος, ἱεροπρεπὴς στὸ ὕφος, ἀσκητικὸς στὸ φρόνημα. Τὸ 1911 μὲ λαχτάρα ἐπισκέπτεται τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Στὶς 23 Μαρτίου 1913 στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἀπολλώ κείρεται μεγαλόσχημος μοναχὸς ἀπὸ τὸν αὐστηρὸ Πνευματικό, Ἱερομόναχο Μακάριο Ἀντωνιάδη. Τὸν Μάϊο τοῦ 1913 γίνεται προσκυνητὴς τῶν Ἁγίων Τόπων.
Συνδέεται μετὰ ἱεροῦ συνδέσμου μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Μονῆς χειροτονεῖται Διάκονος καὶ ἐν συνεχείᾳ Πρεσβύτερος.
Ὑπηρετεῖ ὡς ἐφημέριος τῆς Μεγάλης Μονῆς, Προϊστάμενος τοῦ Προσκυνήματος τῆς Παναγίας τῆς Διασωζούσης καὶ τοῦ Ἱεροῦ Σπηλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως.
Τὸ 1935 ψηφίζεται, ὑπὸ τῆς Πατμιακῆς Ἀδελφότητος, Καθηγούμενος καὶ Πατριαρχικὸς Ἔξαρχος Πάτμου. Ἀντιστέκεται μὲ σθένος στὰ σχέδια τῶν Ἰταλῶν κατακτητῶν, στὴν προσπάθεια, δηλαδή, ἐξιταλισμοῦ τῆς Δωδεκανήσου καὶ τῆς αὐτονόμησης τῶν νησιῶν ἀπὸ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ὑπαγωγῆς αὐτῶν στὸν Πάπα τῆς Ρώμης.
Γι᾽ αὐτὸν τὸν ἀγώνα του ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὴν Πάτμο, ὑπὸ τῶν Ἰταλῶν κατακτητῶν. Τὴν ἴδια περίοδο ἀρχίζει νὰ ὀργανώνει τὸ ἱερὸ γυναικεῖο κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὑπὸ ἀντίξοες συνθῆκες, μὲ τὴν ἄμεση συνεργασία τῆς πνευματικῆς του κόρης, τῆς δασκάλας ἀπὸ τὴν Κάλυμνο, Καλλιόπης Γούναρη, τῆς μετέπειτα πρώτης Ἠγουμένης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, Εὐστοχίας μοναχῆς.
Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος Μακρής τῆς Πάτμου ἵδρυσε μονές, ἀνέστησε μοναστήρια, ἐξαπέστειλε ἱεραποστόλους, ἀναζωπύρωσε τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, καλλιέργησε τὴ νοερὰ προσευχή, περιέθαλψε ὀρφανά, σπούδασε παιδιά, ἐλέησε πτωχούς, νουθέτησε ἰσχυρούς, ἵδρυσε πρῶτος κατηχητικὰ σχολεῖα, προσέφερε στὴν Ἐκκλησία πλειάδα πνευματικῶν του τέκνων κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν.
Ἠγάπησε τὴν φύση καὶ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πρῶτος φύτευσε πεύκα στὴν ἄνυδρη γῆ τῆς Πάτμου. Δὲν ἔπαψε ποτέ, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, νὰ περιδιαβαίνει τὰ ἠγαπημένα του Δωδεκάνησα, καὶ ὄχι μόνο, καὶ ὡς φιλόστοργος πατὴρ νὰ ἐξομολογεῖ, νὰ θεραπεύει, νὰ παρηγορεῖ, νὰ ἐνισχύει, νὰ ἐνθουσιάζει, νὰ εὐλογεῖ, νὰ ἁγιάζει εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μοναδικοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου.
Στὶς 16 Ἀπριλίου τοῦ 1970 ἡ μακαρία του ψυχή, ὁλοφώτεινη καὶ λαμπερή, ἀπῆλθε ἐκ τῶν προσκαίρων καὶ εἰσῆλθε θριαμβευτικὰ εἰς τὰς οὐρανίους μονάς.
Τὰ σημεῖα τῶν θεοδωρήτων χαρισμάτων του καὶ τῆς ἁγιότητὸς του ἦταν ἐμφανὴ καὶ ἐγνωσμένα πρίν, ἀκόμα, ἀπὸ τὴν μακαρία κοίμησὴ του. Ἔγραφε τὸ Πάσχα τοῦ 1991 ὁ τότε Χαλκηδόνος καὶ νῦν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος:
«Ἡ Πάτμος εἶναι ἱερὸ νησὶ ἀπὸ τὸν αʹ μ.Χ. αἰώνα, ἀλλὰ ὁ π. Ἀμφιλόχιος μὲ τὴν ἁγία ζωὴ του τὴν ἔκανε ἀκόμη πιὸ ἱερή. Ὁ Γέροντας ὑπῆρξε ἕνας σύγχρονος Ἅγιος, γιατὶ εἶχε πίστη, ὑπομονή, ταπεινοφροσύνη, σωφροσύνη, πνευματικὴ ἀγάπη καὶ ἄλλες ἀρετές, ἴδιες τῶν Ἁγίων.
Ὁ π. Ἀμφιλόχιος ἦταν ἰδεώδης πνευματικὸς πατήρ, γιατὶ εἶχε ἐπιτύχει ὁ ἴδιος τὴν ἁγιότητα». Ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀμφιλοχίου Μακρῆ χαρᾶς πολὺς ἐπλήρωσε τὰ φιλόθεα καὶ φιλάγια τέκνα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Τοὺς λόγους τοῦ μακαριστοῦ Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Πάτμου, Ἐπισκόπου Τράλλεων κυροῦ Ἰσιδώρου ἐπαναλαμβάνοντες λέγομεν:
«Σκιρτῶν ἐρρίγησεν ὁ Αἰγαῖος Πόντος, δεχθεὶς ἐπὶ τῶν νώτων αὐτοῦ τὴν θωπείαν τῆς ἀπὸ Βοσπόρου ἐκχυθείσης αὔρας, φερούσης αὐτῷ αἴσια ἀπὸ Εὐξείνου ἀκούσματα».
Ὅσιε Γέροντα Ἀμφιλόχιε πρέσβευε ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Ещё видео!