Κατύδατα Επαρχία Λευκωσίας
Ιερός Ναός Αγίου Ιωάννη Θεολόγου (1870)
Εκκλησία Αγίας Παρασκευής
Παλιόβρυση (1919)
Αμιγές ελληνικό χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, στη γεωγραφική περιφέρεια της Σολιάς, περί τα 49 χμ. νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας. Τα Κατύδατα είναι κτισμένα στα δεξιά της προσχωσιγενούς κοιλάδας του ποταμού Καρκώτη, σε μέσο υψόμετρο 270 περίπου μέτρων. Το τοπίο του χωριού είναι διαμελισμένο τόσο από τον ποταμό, όσο και από το ποτάμιο δίκτυο του ποταμού Σέτραχου που διασχίζει το δυτικό τμήμα της διοικητικής του έκτασης.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, τα Κατύδατα συνδέονται οδικά στα βόρεια με το χωριό Σκουριώτισσα (περί το 1 χμ.) και στα νότια με το χωριό Λινού (περί το 1 χμ.). Η ανόρυξη του χαλκοπυρίτη και του σιδηροπυρίτη από τα γειτονικά μεταλλεία της Σκουριώτισσας, του Μαυροβουνιού και του Απλικιού, συνέβαλε στην ανάπτυξη του χωριού, ιδιαίτερα την πληθυσμιακή. Αρκετοί κάτοικοι των Κατυδάτων εργοδοτούνταν στα μεταλλεία, καθώς και στις μεταλλευτικές εγκαταστάσεις του Ξερού.
Η περιοχή του χωριού, που γειτνιάζει προς την πλούσια μεταλλοφόρα περιοχή των αρχαίων Σόλων, εκατοικείτο από τα αρχαιότατα χρόνια, τουλάχιστον από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού, μέχρι και την Ελληνιστική εποχή. Η εντατική εκμετάλλευση, κατά την Αρχαιότητα, του χαλκού στην περιοχή αυτή, ήταν ακριβώς ο λόγος που η περιοχή κατοικείτο καθ' όλο το διάστημα από την Πρώιμη μέχρι την Ύστερη εποχή του Χαλκού και αργότερα. Ανασκαφές έγιναν στην περιοχή κατά το 1915 και 1916 κι έφεραν στο φως ακίνητα και κινητά αρχαιολογικά ευρήματα. Στα πρώτα, περιλαμβάνονται πολλοί τάφοι. Στα δεύτερα, περιλαμβάνονται πολλά αγγεία διαφόρων τύπων που χρονολογούνται από την Πρώιμη μέχρι την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Βρέθηκαν μεταξύ άλλων ερυθροστιλβωτά αγγεία, μονόχροα, αβαφή, αγγεία με λευκό επίχρισμα και αγγεία με δακτυλιοειδή βάση. Βρέθηκαν επίσης χάλκινα εργαλεία της Ύστερης εποχής του Χαλκού, κοσμήματα, καθώς και άλλα αντικείμενα όπως ένα ειδώλιο γυμνής καθιστής γυναίκας από πηλό που χρονολογείται στον 13ο π.Χ. αιώνα. Σε ένα από τους τάφους βρέθηκαν οστά που ανήκουν σε καμήλα, πράγμα που αποδεικνύει ότι το ζώο αυτό είχε εισαχθεί στην Κύπρο και χρησιμοποιηθεί ήδη από την Αρχαιότητα.
Το χωριό διέσωσε το αρχαίο ελληνικό του όνομα κατά τα μεσαιωνικά χρόνια. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας τούτο αποτελούσε, κατά τον ντε Μας Λατρί, βασιλικό φέουδο κι αναφέρεται ως Cattidata. Σε μεσαιωνικό χειρόγραφο μνημονεύεται το χωριό μεταξύ εκείνων που περιλαμβάνονταν στο τμήμα της Μαραθάσας που αποτελούσε βασιλική ιδιοκτησία (Marath Real) κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Το χωριό λοιπόν, αν και ανήκει στην περιοχή της Σολιάς σήμερα, περιλαμβανόταν στην περιοχή Μαραθάσας τότε, που ήταν, φαίνεται, αρκετά μεγαλύτερη ως γεωγραφική έννοια κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια.
Η κύρια εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Κτίστηκε στα 1870 και φαίνεται ότι είχε αντικαταστήσει παλαιότερο ναό. Εξάλλου, όπως αναφέρει ο Γκάννις, στην εκκλησία ενσωματώθηκαν λαξευμένα κατάλοιπα παλαιότερου ναού, καθώς και δυο μαρμάρινες κολόνες με κορινθιακού τύπου κιονόκρανα που πιθανό να προέρχονται από τους Σόλους. Σε μικρή απόσταση από το χωριό βρίσκεται το μοναστήρι της Παναγίας Σκουριώτισσας που ανακαινίστηκε στα 1845.
Η ονομασία του χωριού απαντάται σήμερα σε επίσημες αναφορές σε γένος θηλυκό: Η [κώμη] Κατύδατα. Επειδή η ονομασία του χωριού προέρχεται από τις λέξεις κάτω και ύδατα, που μαζί υποδηλώνουν τοποθεσία ευρισκόμενη χαμηλότερα από κάποια άλλη και με νερά, υιοθετούμε εδώ την ονομασία του χωριού σε ουδέτερο γένος. Στο χωριό, του οποίου η ζωή υπήρξε κατά το παρελθόν και για πολλούς αιώνες στενά συνδεδεμένη με τα γειτονικά του μεταλλεία, δημιουργήθηκε και λειτουργεί ένα μοναδικό στο είδος του μουσείο. Πρόκειται για το Μουσείο Μεταλλευτικής Κληρονομιάς.
Σήμερα στα Κατύδατα οι κάτοικοι συνολικά φτάνουν τους 100 (απογραφή 2021).
Πηγή: Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
Ещё видео!