Ο Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής γεννήθηκε το έτος 1898 μ.Χ. (κατά άλλους στις 12 Φεβρουαρίου 1897 μ.Χ.) στο χωριό Λεύκες της Πάρου. Οι γονείς του ήταν φτωχοί και αναγκάζονταν να εργάζονται πολύ για να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος και πέθανε πολύ νωρίς. Η μητέρα του Μαρία ανέλαβε την προστασία όλης της οικογενείας. Η μητέρα του ήταν ευλογημένη ψυχή και είχε απλότητα και ακεραιότητα χαρακτήρος και πήγαινε πολύ συχνά στην Εκκλησία για να λειτουργηθεί, αλλά και για να περιποιηθεί τον Ιερό ναό.
Όταν ο μικρός Φραγκίσκος - αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Οσίου Ιωσήφ - έφυγε για να γίνει μοναχός η μητέρα του είπε στους συγγενείς της:
«Το γνώριζα πως θα γίνει μοναχός από την γέννησή του. Όταν γέννησα τον Φραγκίσκο μου και ήμουνα ακόμη στο κρεββάτι με το μωρό δίπλα φασκιωμένο, είδα να ανοίγει η στέγη του σπιτιού και ένας φτερωτός και πολύ ωραίος νέος, που μόλις μπορούσα να τον αντικρύσω από την πολλή λάμψη του, κατέβηκε και στάθηκε πλάι στο μωρό μου και άρχισε να το ξεσκεπάζει με σκοπό να το πάρει. Όταν εγώ διαμαρτυρήθηκα λέγοντας, "Τί κάνεις καλέ; θα μου πάρεις το μωρό μου;" Εκείνος επέμενε ότι για τον σκοπό αυτό ήρθε και αυτή είναι η απόφαση. Και για να με βεβαίωση, μάλιστα μου έδειξε σε ένα σημειωματάριο γραμμένη μια εντολή, ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρει το μικρό. Όταν αντιστάθηκα, ο Άγγελος μου έδωσε ένα πολύτιμο κόσμημα σε σχήμα σταυρού και μου πήρε το μωρό. Από τότε πίστευα, έλεγε η μητέρα του Μαρία, ότι κάποτε ο Φραγκίσκος θα ακολουθούσε τον Χριστό».
Ο Όσιος ως την εφηβική του ηλικία παρέμεινε στο χωριό του και βοηθούσε την μητέρα του στις διάφορες εργασίες του σπιτιού. Μετά έφυγε για τον Πειραιά, όπου εργαζότανε ως μικροέμπορος. Στην ηλικία των εικοσιτριών ετών κέντρο της εργασίας του ήταν η Αθήνα. Ήταν πολύ δραστήριος, αλλά απέφευγε την πονηρία και την αδικία.
Τότε άρχισε να μελετά πατερικά βιβλία. Μεγάλο ενθουσιασμό προκαλούσαν σε αυτόν οι βίοι των μεγάλων ασκητών. Την απόφασίν του για τον μοναχισμό την πήρε ύστερα από το ακόλουθο όραμα:
«Ένα βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι περνούσα έξω από τα ανάκτορα και αμέσως με πήραν δυο αξιωματικοί της ανακτορικής φρουράς και με ανέβασαν στο παλάτι. Δεν κατάλαβα τον λόγο και για τούτο διαμαρτυρήθηκα. Τότε μού αποκρίθηκαν με καλοσύνη να μη φοβούμαι, αλλά να ανέβω, γιατί είναι θέλημα του Βασιλέως. Ανεβήκαμε σε ένα πολύ υπέροχο ανάκτορο, ανώτερο από κάθε επίγειο, μου φόρεσαν μια ολόλευκη και πολύτιμη στολή και μού είπαν· "από εδώ και εμπρός θα υπηρετείς εδώ". Και μετά με πήγαν να προσκυνήσω τον Βασιλέα.
Ξύπνησα αμέσως και αυτά που είδα και άκουσα χαράχθηκαν τόσο πολύ μέσα μου, ώστε δεν μπορούσα να κάνω ή να σκεφθώ τίποτε άλλο. Σταμάτησα τις εργασίες μου και έμεινα σκεπτικός. Άκουγα ζωντανά μέσα μου να επαναλαμβάνεται διαρκώς εκείνη η εντολή “από τώρα και εμπρός θα υπηρετείς εδώ”. Όλη μου η κατάσταση εσωτερικά και εξωτερικά άλλαξε.Έτσι πήρε την απόφαση και έφυγε για το Άγιον Όρος. Ο πρώτος σταθμός ήταν τα Κατουνάκια. Εκεί ζούσε τότε ο αείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ο ιδρυτής της αδελφότητος των Δανιηλαίων. Από τον Γέροντα Δανιήλ, ο οποίος ήταν ευλαβής και συνετός άνθρωπος, έλαβε μεγάλη βοήθεια. Δεν έμεινε όμως μαζί του, διότι αγαπούσε την αυστηρότερη ησυχαστική ζωή.
Σε μια πανηγύρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην κορυφή του Άθωνα, γνώρισε τον Γέροντα Αρσένιο. Έκτοτε ο π. Αρσένιος έγινε ο μόνιμος συνασκητής του και δεν χώρισαν ποτέ πλέον.
Υποτάχθηκαν στον Γέροντα Εφραίμ που είχε την καλύβη του Ευαγγελισμού στα Κατουνάκια. Έπειτα μαζί με τον Γέροντά τους Εφραίμ έφυγαν για την Σκήτη του Αγίου Βασιλείου για περισσότερη άσκηση.
Μετά την κοίμηση του Γέροντος Εφραίμ άρχισαν τους μεγάλους ασκητικούς αγώνας. Η άσκηση τους ήταν η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή. Κυριότερο όμως έργο αποτελούσε γι’ αυτούς η νήψη και ο εγκλεισμός του νοός στην καρδιά.
Το έτος 1938 μ.Χ. μαζί με τον π. Αρσένιο μετακόμισαν στις απόκρημνες σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννης. Σε ένα από τα σπήλαια αυτά υπήρχε και Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου. Διαμόρφωσαν εκεί τον χώρο, έκτισαν και μερικά κελλιά και παρέμειναν στο σπήλαιο αυτό έως και το έτος 1947 μ.Χ.
Σε αυτό το ταπεινό σπήλαιο του Τιμίου Προδρόμου ασκήθηκαν και ετοιμάσθηκαν τα πνευματικά του παιδιά και έγιναν έπειτα ηγούμενοι σε άλλα μοναστήρια.1951 μ.Χ. μεταφέρθηκε στην Νέα Σκήτη, στην καλύβα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου παρέμεινε έως την κοίμησίν του που συνέβη την 15ην Αυγούστου του έτους 1959 μ.Χ., εορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου.
«Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγίαν μας εἶναι ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Μόνον ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν. Τὴν παρακαλοῦσε ἀπὸ καιρόν, νὰ τὸν πάρη, νὰ ξεκουρασθῆ. Καὶ τὸν εἰσήκουσεν ἡ Παντάνασσα. Τὸν ἐπληροφόρησε ἕνα μήνα πρὶν διὰ τὴν ἀναχώρησίν του.Τὸ βράδυ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας ὁ Γέροντας συνέψαλλε ὅσον ἠδύνατο μὲ τοὺς πατέρας. Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν τὴν ὥραν ποὺ ἐκοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶπε· «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου».
Ξημέρωσε 15η Αὐγούστου. Ὁ Γέροντας «Ὅλα ἐτελείωσαν, φεύγω, ἀναχωρῶ, εὐλογεῖτε!»Θάνατος ὄντως ὁσιακός.
Ещё видео!