ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
(1922-1988)
Tέχνη
(Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
και να σβήνουν,
και μ' όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι' αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα
ιδανικά, μετά τ' απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα
ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που
έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον
αργά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ' όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ―
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Tις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ' αυτόν τον
δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,
τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ,
χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Bούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά.
Tώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια
μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό. )
Tasos Livaditis
(1922-1988)
Arte
(Viví la pasión como un fuego, la vi luego marchitarse
y apagarse,
y por más que escapara de un peligro, lloré
por ese final que hay en todo. Me entregué a los ideales más grandes,
luego renegué de ellos.
y los entregué de nuevo aún más desmedidamente. Sentí
vergüenza frente a los bien vestidos,
y una culpa mortal por todos los humillados y los pobres,
vi irse mi juventud, podrirse mis dientes,
quise matarme, por cobardía o vanidad,
perdoné a aquellos que me hirieron, lamí allí donde
había escupido,
viví el momento cruel, cuando descubres, ya
tarde, que no eres aquel que habías soñado, me avergoncé de mi nombre
para que no quede ni una mancha de egosimo en mí-
y era el más terrible egoismo. Por las noches lloré,
me rendí antes los días, una lucha sin pausa con
el demonio dentro de mí
que lo quería todo, le dí mis más valientes acciones,
mis sueños más transparentes
y tenía hambre, le di pecados graves, los regué con alcohol,
deudas, humillaciones,
y tenía hambre. Me hundí en pequeñeces,
lidié por un lugar insignificante, acusé,
cumplí con mi deber de dar cuentas, y al momento siguiente,
sin que nadie me lo pidiera,
me corté a mí mismo en pedazos muy pequeños y los repartí
entre los perros.
Ahora, estoy sentado en medio de la noche y pienso que quizás ya
pueda escribir
un verso, verdadero.)
Traducción: Miguel Ángel Chiovetta
Ещё видео!