ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΟΙ ΚΑΛΕΣ
(τραγούδι της εξομολογήσεως)
Το τραγούδι με το οποίο χορεύεται ο χορός της εξομολογήσεως έχει σπάνιο ποιητικό περιεχόμενο και συγκαταλέγεται στα νεκροφιλικά τραγούδια. Ξεκινά με την μάνα που οδηγεί το γιό και την κόρη της στην εκκλησία για να μεταλάβουν. Η είσοδός τους όμως στο ναό προκάλεσε ανησυχία στα «άγια» και ο ιερέας έδιωξε τον νέο από την εκκλησία. Τότε, η μάνα ζητά εξηγήσεις από τον γιο της και εκείνος αρχίζει να της εξομολογείται (από εδώ και ο τίτλος του τραγουδιού) το παράπτωμά του: Ευρισκόμενος σε «τούρκικο σεργιάνι» έδεσε το άλογο του σε «μιας κόρης λημορι»(: μαρμάρινο μνήμα). Το άλογό του όμως άρχισε να σκάβει και τότε φάνηκε το πρόσωπο της νεκρής κοπέλας. Ο νέος γοητεύτηκε από την ομορφιά της και έσκυψε και την φίλησε. Το αμάρτημα που διέπραξε ο νέος ήταν βαρύ, αφού φίλησε ερωτικά μια νεκρή κοπέλα. Το τραγούδι τελειώνει με την παραδοχή του αμαρτήματος του νέου.
Ο καθηγητής Κ. Ρωμαίος εντάσσει τη θεματική του τραγουδιού στον μύθο του Αχιλλέα και της Πενθεσίλειας: σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, ο Αχιλλέας αφού σκότωσε την αμαζονα Πενθισίλεια την ερωτεύτηκε και τη θρήνησε, ενώ, σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, έσμιξε με το νεκρό της σώμα. Ο Ν. Πολίτης αναγνώρισε στον μύθο αυτό ακριτικά στοιχεία και ενέταξε το τραγούδι στον ακριτικό κύκλο, αναγνωρίζοντας το μοτίβο της νεκροφιλίας. Το βαρύ αμάρτημα που ο νέος διαπράττει σχετίζεται κυρίως με τη διατάραξη της γαλήνης των νεκρών και της απόπειρας επανόδου των νεκρών στον κόσμο των ζωντανών, στοιχείο που επιζεί έντονα στα δημοτικά τραγούδια των ημερών του Πάσχα. Ο νέος αντιμετωπίζει τη νεκρή ως ζωντανή, καταργώντας τα στεγανά μεταξύ ζωντανών και νεκρών, στοιχείο πλήρως εναρμονισμένο με τη χριστιανική διδασκαλία του Πάσχα. Δεν είναι τυχαίο, πάντως, ότι το τραγούδι αυτό, της κατηγορίας των παραλογών, ολοκληρώνει το λατρευτικό διήμερο στο Άγιο Πνεύμα, μετά από την τελετουργική περιφορά των εικόνων και το γλέντι στα μνήματα. Το τραγούδι είχε ευρύτατη διάδοση στην περιοχή της Θράκης, αλλά και στην Ήπειρο και τη Ρούμελη, ενώ καταγραφές του στο μακεδονικό χώρο έχουμε στη Χαλκιδική και στο Παγγαίο.
Λέει- Ήρθαν οι μέ- ερες οι καλές,
ήρθαν οι μέρες οι καλές ή- ρθαν το γιουρτουλόγια.
Λέει- Κι αλλάζει η μά- ανα τουν υγιό,
κι αλλάζει η μάνα τουν υγιό κι- γιος τη θυγατέρα.
Λέει- Σαν κίνησα- αν στην εκκλησιά,
σαν κίνησαν στην εκκλησιά να- παν’ να μιταλάβουν.
Λέει- Μπροστά πααί- αιν’ η μάνα του,
μπροστά πααίν’ η μάνα του και- πίσου η αδερφή του.
Λέει- Στη μεσ’ πααί- αιν’ ο νιούτσικους,
στη μεσ’ πααίν’ ο νιούτσικους σα- μήλου μαραμένου.
Σαν μήλου, σαν τριαντάφυλλου, σαν κίτρινου ζιμπόγι
Λέει- Στη μεσ’ πααί- αιν’ ο νιούτσικους,
στη μεσ’ πααίν’ ο νιούτσικους σαν- κίτρινο ζιμπόγι
Λέει- Και σαν τον εί- δαν οι εκκλησιές
και σαν τον είδαν οι εκκλησιές και- σαν τον είδαν τ’ άγια.
Λέει- Οι εκκλησιέ –ές ταράχτηκαν,
οι εκκλησιές ταράχτηκαν, πα- ραμιλούσαν τ’ άγια.
Λέει- Κι οι παπά- αδες φώναζαν,
κι οι παπάδες φώναζαν ‘που- κει που λειτουργούσαν.
Λέει- Κι οι ψαλτά- αδες φώναζαν,
κι οι ψαλτάδες φώναζαν, που- κει που καλναρχούσαν.
Λέει- Πίσου, πίσου -ου παράνουμε,
Πίσου, πίσου παράνουμε, πί- σου καταραμένε.
Λέει- Κι η μάνα του -ου τον ρώτησει,
κι η μάνα του τον ρώτησει και- τον καλουξιτάζει.
Λέει- Νι γιε μου που –ου κουλάστηκες,
νι γιε μου που κουλάστηκες και είσει κουλασμένος;
Λέει- Θυμάσαι μά -άνα μ’ που ‘μάσταν,
θυμάσει μάνα μ’ που ‘μάσταν σε- τούρκικου σιργιάνι,
Λέει- Κι όλ’ έδεσαν -αν τους μαύρους τους,
κι όλ’ έδεσαν τους μαύρους τους, ‘που- μιας δάφνης κλουνάρι;
Λέει- Μον’ γω ’δεσα- α το μαύρο μου,
μον’ γω ’δεσα το μαύρο μου, ΄που μιας κόρης λημόρι;
Λέει- Κι ου μαύρους ή- ήταν ατζαμής,
κι ου μαύρους ήταν ατζαμής και- παραπιχνιδιάρης.
Λέει- Κι έσκαψει με -ε τα νύχια του,
κι έσκαψει με τα νύχια του, με- τα αργυρά πιτάλια.
Λέει- Κι φαν’καν μά- ατια λαμνιστά,
κι φαν’καν μάτια λαμνιστά και- φρύδια γαϊτανένια.
Λέει- Κι ‘γω μάνα μ’ -αμ λιμπίστικα,
και γω μάνα μ’ λιμπίστικα κι- έσκυψα κι τα φίλσα.
Λέει- Κι ‘κει μάνα μ’ -αμ κουλάστηκα,
κι ‘κει μάνα μ’ κουλάστηκα κι- είμει κουλασμένους.
Ещё видео!