«Το τραούδιν του σκλάβου» είναι ένα πολύ όμορφο γαμήλιο τραγούδι της Κύπρου το οποίο σήμερα είναι τελείως άγνωστο. Έχει πολλά κοινά στοιχεία με το επίσης γαμήλιο τραγούδι του «Μωρόγαννου». Θα πρέπει να είναι αξιοπρόσεκτο ότι εδώ αναφέρεται η λύρα «Φέρτε μου τζείν' την λύραν μου, το αρκυρόν δοξάριν», κάτι που θα πρέπει να προβληματίσει όσους πιστεύουν ότι στη Κύπρο η λύρα ήταν άγνωστη ως μουσικό όργανο του νησιού.
Η ηχογράφηση έγινε από τον James Notopoulos το 1953. Τραγουδά ο Λευτέρης Στέκκος από το Παραλίμνι Αμμοχώστου.
Το τραγούδιν του σκλάβου (Παραλλαγή)
Πέντε φρεγάδες στον γιαλόν, τζι' οι πέντε πολεμούσιν,
τζι' οι πέντε τριγυρίζουσιν, να 'βρουν νησίν να μπούσιν·
Τζι' ο σκλάβος αναστέναξεν τζι' εστάθην το καράβιν,
τζι' επολοήθ' αφέντης του τζιαί λέει τζιαί λαλεί του:
- Σκλάβε, πεινάς, σκλάβε διψάς, σκλάβε, κρασίν σε λείπει,
τζι' έσσιεις τόσον παράπονον, τόσην μεγάλην λύπην;
- Ούτε πεινώ, ούτε διψώ, ούτε κρασίν με λείπει,
τζι' έχω τόσον παράπονον, τόσην μεγάλην λύπην.
- Τραούδησέ μου σκλάβε μου, να δης την λευτεριάν σου
- Πολλές φορές τραούδησα, μα λευτεριάν δεν είδα!
Ας τραουδήσ' αλλαξανά, να δω ελευθερίαν.
Φέρτε μου τζείν' την λύραν μου, το αρκυρόν δοξάριν,
να κάμω παίδκιους να περνούν, παίδενες να δκιαλλάσσουν,
να κάμω την καλλύττερην να 'ρτη στην αγκαλιάν σου.
Τα σίερα κρεμμάζουν τα στης φυλακής την πόρταν,
τζι' ούλ' αγαπούν τζιαί σσαίρουνται, τζι' εγιώ χαράς την σόρταν!
Λευτοκαρυάν εφύτεψα στης φυλακής την πόρταν,
τζιαί λεφτοκάρυν έκαμεν, τζιαί λευτεριάν δεν είδα!
Τριών μερών γαμπρός ήμουν, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
τ' άρματά μου πουλήσάν τα, τα ρούχα μου σωρεύουν,
τωρά την Ελενίτσαν μου με άλλον την παντρεύουν!
- Ευχαριστώ σε σκλάβε μου, τωρά σε ποσκλαβώννω.
- Τζιαί φέρτε μου τον μαύρον μου, σελλοχαλινωμένον.
Εφέραν του τον μαύρον του, σελλοχαλινωμένον,
ππηά τζι' εκαβαλλίτζεψεν, σαν τον φαρμακομένον·
φτερνιστηρκάν του μαύρου του, έκοψεν σσίλια μίλια,
ξαναδιπλάζει τ' άλλη μιαν μεσ' του παπά τ' αμπέλιν,
τζι' ηύρεν τζιαί τον κυρ παπά τζι' εκλάδευκεν τ' αμπέλιν.
- Τζιαί πέ μου, πέ μου, θκειέ παπά, τίνος εν τουν τ' αμπέλιν;
- Στην γερημιάν, στην σκλυσμιδκειάν, του γυιού μου του Γιαννάκη·
τριών μερών γαμπρός ήτουν, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
τ' άρματά του 'πουλήσαν τα, τα ρούχα του σωρεύουν,
τωρά την Ελενίτσαν του με άλλον την παντρεύουν!
- Τζιαί πέ μου, πέ μου, θκειέ παπά, τζιαί όσπου τους ηφτάννω;
- Αν εν ο μαύρος σου καλός, φτάννεις τους στεφανώννουν,
όϊ τζιαί δεν είναι καλός, φτάνεις, που τους ηστρώννουν.
Φτερνιστηρκάν του μαύρου του, έκοψεν σσίλια μίλια,
ξαναδιπλάζει τ' άλλη μιαν, στης παπαδκιάς τα σπίδκια.
- Τζιαί πέ μου, πέ μου παπαδκιά, τίνος εν τούν' τα σπίδκια;
- Στην γερημιάν, στην σκλυσμιδκειάν, του γυιού μου του Γιαννάκη·
τριών μερών γαμπρός ήτουν, δώδεκα χρόνους σκλάβος,
τ' άρματά του 'πουλήσαν τα, τα ρούχα του σωρεύουν,
τωρά την Ελενίτσαν του με άλλον την παντρεύουν!
- Τζιαί πέ μου, πέ μου, παπαδκιά, τζιαί όσπου τους ηφτάννω;
- Αν εν ο μαύρος σου καλός, φτάννεις τους στεφανώννουν,
όϊ τζιαί δεν είναι καλός, φτάνεις, που τους ηστρώννουν.
Διά βιτσιάν του μαύρου του, έκοψεν σσίλια μίλια,
ξαναδιπλάζει τ' 'αλλη μιάν, στην εκκλησσιάν τους βρίκει.
Ο μαύρος του σσισσίνισεν, τζι' η κόρ' αγνώρισέν τον,
τζι' επολοήθην τζι' είπεν τους τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους:
- Παπάες μεν ηψάλλετε, τζιαί δκιάκοι, μεν λαλήτε,
τζιαί τούτος, που σσισσίνισεν, ο μαύρος του καλού μου!
Προγονατίζ' ο μαύρος του, πίσω του την καθίσκει.
Ώστι να πουν «έσσιετε γειάν», έκοψεν σσίλια μίλια,
ώστι να πούσιν, «στο καλόν», εις τα δικά τους σπίδκια.
Ещё видео!